Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐν τῷ τοιῷδε

См. также в других словарях:

  • τοιῷδε — τοιόσδε such as this masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιώδε — τοιόσδε such as this masc/neut acc dual τοιόσδε such as this masc/neut nom/voc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιώδ' — τοιώδε , τοιόσδε such as this masc/neut acc dual τοιώδε , τοιόσδε such as this masc/neut nom/voc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιῶδ' — τοιῶδε , τοιόσδε such as this masc/neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιῶιδ' — τοιῷδε , τοιόσδε such as this masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιῶιδε — τοιῷδε , τοιόσδε such as this masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιῷδ' — τοιῷδε , τοιόσδε such as this masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαπόλλυμι — ἐξαπόλλυμι (Α) 1. εξαφανίζω, εξολοθρεύω, καταστρέφω («πατέρα τὸν ἀμὸν πρόσθεν ἐξαπώλεσας», Σοφ.) 2. απόλ. αφανίζομαι, καταστρέφομαι («ἐξαπολώλασι τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απόλλυμι «εξολοθρεύω»] …   Dictionary of Greek

  • λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… …   Dictionary of Greek

  • πολιορκώ — πολιορκῶ, έω, ΝΜΑ 1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.) 2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά νεοελλ. περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση …   Dictionary of Greek

  • τοιόσδε — οιάδε, όνδε, ιων. τ. θηλ. και τοιήδε, Α (δεικτ. αντων.) (επιτ. τ. τού τοῑος) 1. τέτοιος δα, τέτοιος όπως... («ἀοιδοῡ τοιοῡδ οἷος ὅδ ἐστί», Ομ. Οδ.) 2. (συχνά με επιτ. σημ.) τόσο μεγάλος, τόσο έξοχος ή τόσο κακός (α. «τοιόσδε τοσόσδε τε λαός», Ομ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»